Χειρουργική Παχέος Εντέρου

Το παχύ έντερο αποτελεί το τελικό τμήμα του πεπτικού συστήματος και  παρουσιάζει σε μεγάλο βαθμό προδιάθεση για εμφάνιση κακοήθειας (αδενοκαρκίνωμα). Η πρόληψη και η διάγνωσή του γίνεται με διενέργεια κολονοσκόπησης. Τα συμπτώματα νεοπλασίας στο παχύ έντερο είναι αλλαγή στις κενώσεις (διάρροια ή δυσκοιλιότητα), αίσθημα ατελούς αφόδευσης, αίμα στα κόπρανα, αδικαιολόγητη απώλεια βάρους, αναιμία και σε κάποιες περιπτώσεις πόνος.

Η αντιμετώπιση, μετά τη σταδιοποίηση με απεικονιστικές εξετάσεις (αξονική τομογραφία θώρακα και άνω κοιλίας ) και αιματολογικές (καρκινικοί  δείκτες) για την ύπαρξη ή όχι μεταστάσεων, είναι η χειρουργική εκτομή του πάσχοντος τμήματος (κολεκτομή). Όπου κρίνεται απαραίτητο, ακολουθεί συμπληρωματική θεραπεία (χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία) προσφέροντας μεγάλα ποσοστά αποθεραπείας σε επίπεδο 80-90%.

Σε περιπτώσεις που η διάγνωση γίνει με καθυστέρηση και η νόσος είναι προχωρημένη,  τα ογκολογικά πρωτόκολλα επιβάλουν η χημειοθεραπεία και η ακτινοθεραπεία να προηγούνται της χειρουργικής αντιμετώπισης.

Η επιλογή της κατάλληλης χειρουργικής μεθόδου είναι πολυπαραγοντική. Εξαρτάται από την ανατομική θέση του καρκίνου, τη γενική κατάσταση υγείας του ασθενή και τυχόν αναισθησιολογικά προβλήματα. Η χειρουργική προσπέλαση για την  διενέργεια της κολεκτομής πραγματοποιείται με όλες τις χειρουργικές τεχνικές όπως ανοικτή λαπαροτομία, λαπαροσκοπική χειρουργική και ρομποτικά υποβοηθούμενη χειρουργική.

Σε ένα μικρό ποσοστό (κάτω του 10%), είναι απαραίτητη η δημιουργία στομίας προσωρινής ή μόνιμης (εκτροπή του εντερικού περιεχομένου δια του κοιλιακού τοιχώματος σε σακουλάκι). Ειδικά για το τελικό τμήμα του εντέρου, όταν η βλάβη είναι σε επαφή με τον σφιγκτηριακό μηχανισμό του πρωκτού,  πρέπει να αντιμετωπίζεται με κοιλιοπερινεϊκή επέμβαση (εκτομή του ορθού και του πρωκτού συνολικά) και διενέργεια μόνιμης κολοστομίας.